- ειδικεύω
- ειδίκευσα, ειδικεύτηκα, ειδικευμένος, μτβ.1. περιορίζω κάτι σε μία μόνο περίπτωση, το μερικεύω: Ειδικεύω την ερώτησή μου.2. κάνω κάτι ή κάποιον ειδικό σε ορισμένο κλάδο, κατάλληλο για ορισμένη χρήση ή σκοπό: Ειδικεύει τους φοιτητές στην αιγυπτιολογία. – Ειδίκευσα το σκύλο μου μόνο στο κυνήγι λαγών.3. το μέσ., ειδικεύομαι αποκτώ ειδικές γνώσεις και εμπειρία σε έναν κλάδο επιστήμης ή τέχνης: Ειδικεύτηκε στην καρδιοχειρουργική.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.