ειδικεύω

ειδικεύω
ειδίκευσα, ειδικεύτηκα, ειδικευμένος, μτβ.
1. περιορίζω κάτι σε μία μόνο περίπτωση, το μερικεύω: Ειδικεύω την ερώτησή μου.
2. κάνω κάτι ή κάποιον ειδικό σε ορισμένο κλάδο, κατάλληλο για ορισμένη χρήση ή σκοπό: Ειδικεύει τους φοιτητές στην αιγυπτιολογία. – Ειδίκευσα το σκύλο μου μόνο στο κυνήγι λαγών.
3. το μέσ., ειδικεύομαι αποκτώ ειδικές γνώσεις και εμπειρία σε έναν κλάδο επιστήμης ή τέχνης: Ειδικεύτηκε στην καρδιοχειρουργική.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ειδικεύω — ειδικεύω, ειδίκευσα βλ. πίν. 19 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ειδικεύω — 1. περιορίζω κάτι σε μία μόνο περίπτωση («ειδικεύω την ερώτηση») 2. ειδικεύομαι αποκτώ ειδικές γνώσεις σε κλάδο επιστήμης ή τέχνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Άγγ. Βλάχο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”